- φερανθής
- φερ-ανθής, ές,A flower-bringing,
ἔαρ AP9.363
(Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔαρ AP9.363
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φερανθής — ές, ΜΑ αυτός που έχει άνθη («φερανθέος εἴαρος ὥρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, φιλ ανθής] … Dictionary of Greek
φερανθέος — φερανθής flower bringing masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεσανθής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει άνθη, φερανθής, διακοσμημένος με άνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντιστοιχεί στο επίθ. φερανθής (για τον σχηματισμό πρβλ. και λ. φερέσβιος) και αποτελεί διόρθωση άλλου τ.] … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek